- υδραργύρωμα
- το, Ναμάλγαμα μετάλλου με υδράργυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδράργυρος + κατάλ. -ωμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδραργύρωμα — το, ατος κράμα μετάλλου με υδράργυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)